και αυτός ο γέρων, όστις είχε προστατεύσει το βρέφος, ακόμη και αυτή η μήτηρ η εγκλείουσα εν τη καρδία της το σεπτόν μυστικόν της γεννήσεώς του, δεν ηννόησαν τελείως την βαθείαν έννοιαν των ηρέμων εκείνων λόγων. Ήσαν οι πρώτοι λόγοι του Χριστού, οι αναφερόμενοι υπό του Ευαγγελίου, και ήσαν λόγοι πενθίμως και αλλοκότως προφητικοί ολοκλήρου της ζωής του: «Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».
Και εν τούτοις μολονότι η συναίσθησις της θείας καταγωγής του ήτο σαφής εις το πνεύμά του, αν και μία ακτίς του κρυπτομένου ακόμη μεγαλείου του είχεν εξαστράψει αιφνιδίως, ευπειθής όμως και απλοϊκός και ταπεινός «κατέβη μετ' αυτών και ήλθεν εις Ναζαρέτ· και ην υποτασσόμενος αυτοίς».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
Η Οικογενειακή ζωή εν Ναζαρέτ
Ο «τέκτων». – Η αξιοπρέπεια της πενίας. – Η αξιοπρέπεια της εργασίας. – Ο κοινός κλήρος. – Η σύνεσις καλλιτέρα της γνώσεως. – Πρωτοτυπία. – Η γλώσσα την οποίαν ωμίλει ο Ιησούς. – Τα βιβλία του Θεού. – Ο Ιησούς κατ' οίκον. – Έργον και παράδειγμα των ετών εκείνων. – «Οι αδελφοί του Κυρίου».
Εάν διά τα δώδεκα πρώτα έτη του επί γης βίου του Ιησού έχομεν το μόνον τούτο ανέκδοτον, όπερ μας απησχόλησεν εις το προηγούμενον κεφάλαιον, διά τα επόμενα δέκα οκτώ έτη ουδεμία διεσώθη πληροφορία, εκτός της περιλαμβανομένης εις μίαν μόνον λέξιν.
Η λέξις αύτη απαντά εν τω κατά Μάρκον Ευαγγελίω, 6, 3: «Ουχ ούτος εστιν, ο τ έ κ τ ω ν;»
Πρέπει αληθώς να είμεθα ευχαριστημένοι, διότι η λέξις περιεσώθη, καθόσον η σημασία της είνε μεγίστη και η επίδρασις αυτής εις τας τύχας του ανθρωπίνου γένους υπήρξε βαθυτάτη, αγνή, σωτήριος. Συντελεί εις την παρηγορίαν των πτωχών και των ενδεών, εις τον εξαγιασμόν της πενίας· εξευγενίζει την εργασίαν· ανυψοί τον προορισμόν του ανθρώπου και τον μεγαλύνει προ των ομμάτων του Θεού.
Αποδεικνύει λόγου χάριν, ότι όχι μόνον κατά τρία έτη της διδασκαλίας του, αλλά και εις ολόκληρον την ζωήν του, ο Κύριος ημών ήτο πτωχός. Εις τας πόλεις οι τέκτονες ήσαν Έλληνες και επιτήδειοι εργάται· ο τέκτων ενός πτωχικού χωρίου, – και, αν η παράδοσις είνε αληθής, ο Ιωσήφ «δεν ήτο πολύ ικανός», – έχει ταπεινήν θέσιν και μόλις δύναται να εξοικονομή τα προς το ζην. Καθ' όλους τους αιώνας υπήρξε πάντοτε είς φλογερός πόθος προς πλουτισμόν· είς υπέρμετρος θαυμασμός προς τους κατέχοντας αυτόν· μία ακλόνητος πεποίθησις επί της επιδράσεως αυτού ως παραγωγού της ευτυχίας του βίου· και ύστερον από τοιαύτας πλάνας η ζωή του ανθρώπου παρεσύρθη εις ένα χείμαρρον μεριμνών, αντιζηλιών, ποταποτήτων. Και διά τούτο ο Ιησούς εξέλεξεν εκουσίως την «ταπεινήν θέσιν του πτωχού», όχι βεβαίως μίαν απορροφητικήν, ατιμάζουσαν, λιμοκτονούσαν ένδειαν, ήτις είνε πάντοτε σπανία και πάντοτε σχεδόν ευθεράπευτος, αλλά τον κοινότατον κλήρον της εντίμου πενίας, ήτις, καίτοι απαιτούσα αυταπάρνησιν, δύναται εν τούτοις να εξοικονομή ευκόλως όλας τας ανάγκας μιας λιτής και απλοϊκής ζωής. Η δυναστεία των Ιδουμαίων, ήτις είχεν αρπάσει τον θρόνον του