εις πάντας τους ανθρώπους· εξ άλλου το σύστημα των δύο τούτων διδασκάλων ήτο η προφορική παράδοσις, το σύνολον των ανοήτων και νεκρών εκείνων λευιτικών τελετών, τας οποίας τοσάκις κατήγγειλεν και επολέμησεν ο Ιησούς. Τα σχολεία εις τα οποία εξεπαιδεύθη ο Ιησούς δεν ήσαν τα σχολεία των Γραμματέων, αλλά το σχολείον της σεμνής ευπειθείας της γλυκείας αυταρκείας, της αναλλοιώτου απλότητος, της αγνότητος της ακηλιδώτου, της προθύμου και ευχαρίστου εργασίας. Η πηγή από την οποίαν ήντλησε τας γνώσεις του δεν ήτο η σοφία του ραββινισμού, εις την οποίαν διά να εύρωμεν μίαν σκέψιν δικαιοσύνης ή μίαν σκέψιν ευσεβείας πρέπει να παραπλανηθώμεν εντός λαβυρίνθων παιδικών φαντασιοπληξιών ή καββαλιστικών ανοησιών, αλλά τα Βιβλία του Θεού τα εξωτερικά, η Γραφή, η Φύσις και η Ζωή, και τα Βιβλία του Θεού τα εσωτερικά, τα γραμμένα επί των σαρκικών πινάκων της καρδίας.
Η εκπαίδευσις ενός εβραιόπαιδος κατωτέρας τάξεως ήτο σχεδόν αποκλειστικώς γραφική και ηθική· και οι γονείς του ήσαν κατά κανόνα οι διδάσκαλοι του. Και δεν υπάρχουν λόγοι ν' αμφιβάλλωμεν, ότι ο Ιησούς εδιδάχθη από τον Ιωσήφ και από την Μαρίαν ν' αναγινώσκη το Σεμά και το Χαλλήλ και τα απλούστατα μέρη των ιερών εκείνων βιβλίων, επί των σελίδων των οποίων η θεία σοφία του έμελλε κατόπιν να χύση τόσα κύματα φωτός.
Αλλ' έτυχε προφανώς μεγαλειτέρας εκπαιδεύσεως.
Η τέχνη του γράφειν δεν είναι κοινώς γνωστή ούτε σήμερον εν Ανατολή· πολλοί όμως υπαινιγμοί όσον αφορά το σχήμα των αλφαβητικών γραμμάτων (Ματθ. 5, 18) και η φράσις του Ιωάννου (8, 6) ότι ο Ιησούς έκυπτε και έγραφεν εις το έδαφος διά του δακτύλου τας αμαρτίας εκάστου, αποδεικνύουν ότι ο Κύριος ημών ήξευρε να γράφη. Ότι όχι μόνον είχε μελετήσει εμβριθώς τας αγίας Γραφάς, αλλά και τας εγνώριζε λεπτομερώς από στήθους, αποδεικνύεται εκ των περικοπών τας οποίας συχνάκις ανέφερεν εις τους λόγους του και εκ των πολυαρίθμων παραπομπών του εις τον Νόμον, καθώς και εις τους προφήτας Ησαΐαν, Ιερεμίαν, Δανιήλ Ιωήλ, Ωσηέ, Μιχαίαν, Ζαχαρίαν, Μαλαχίαν, και υπέρ πάντα άλλον εις το Βιβλίον των Ψαλμών. Είνε πιθανόν, αν και όχι βέβαιον, ότι εγνώριζεν όλα τα μη κανονικά βιβλία των Εβραίων. Η βαθεία αύτη γνώσις των Γραφών δίδει μεγαλειτέραν σημασίαν εις την πλήρη θυμού ερώτησιν, την τοσάκις επαναλαμβανομένην. «Ουκ ανέγνωτε;» Η γλώσσα την οποίαν ο Κύριος ημών ωμίλει κοινώς ήτο η Αραμαϊκή. Την εποχήν εκείνην η εβραϊκή ήτο εντελώς νεκρά γλώσσα, γνωστή μόνον εις τους πεπαιδευμένους, εκμανθανομένη διά πολλού κόπου. Εν τούτοις είναι φανερόν ότι ο Ιησούς την εγνώριζε, καθόσον μερικά ρητά από τας Γραφάς ελήφθησαν παρ' αυτού απ' ευθείας εκ του εβραϊκού πρωτοτύπου. Ήξευρεν ωσαύτως κατά πάσαν πιθανότητα και την ελληνικήν, καθόσον ωμιλείτο ευχερώς εις πόλεις εγγυτάτας προς το χωρίον του, όπως η Τιβεριάς και η Καισαρεία. Ο Μελάαγρος, ο ποιητής της ελληνικής ανθολογίας, εν τω επιταφίω του εις εαυτόν, ισχυρίζεται ότι τα ελληνικά του θα εννοηθούν υπό των Συρίων και των Φοινίκων· ομιλεί ωσαύτως περί της γενεθλίου πόλεως του Γάδαρα, ήτις εκείτο εις μικράν από της Ναζαρέτ απόστασιν,