ασημότης, και πολλοί άνθρωποι ηδύναντο εκ τούτου να καταλήξουν εις το συμπέρασμα, ότι αφού ο άνθρωπος πληροί τόσον μικρόν χώρον εν τω κόσμω και είναι ένα μέγα μηδέν απέναντι του σύμπαντος, το καλλίτερον είναι να τρώγη κανείς, να πίνη και ν' αποθνήσκη. Αλλ' ο Χριστός ήλθεν όπως μας πείση ότι το σ χ ε τ ι κ ώ ς ασήμαντον δύναται να είναι α π ο λ ύ τ ω ς σπουδαίον. Ήλθε να μας διδάξη ότι η ακαταπόνητος δραστηριότης, η υπέροχος δράσις, αι διακεκριμένοι υπηρεσίαι, αι λαμπραί επιτυχίαι δεν αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της αληθούς κατά Θεόν ζωής, και ότι αι μυριάδες των λατρευτών του υψίστου ευρίσκονται μεταξύ των ασήμων και των ταπεινών. Μία ζωή ήρεμος και αφανής είναι πολλάκις ευτυχεστέρα, και δυνάμεθα ευκόλως να συμπεράνωμεν ότι τα έτη εκείνα της εργασίας τα διαρρεύσαντα εις την εν Ναζαρέτ οικίαν του τέκτονος, ήσαν πλήρη ευδαιμονίας εις τον βίον του Σωτήρος. Αργότερα ακόμη, κατά τα τελευταία έτη του βίου του, αι λέξεις του είναι λέξεις ανθρώπου όστις υπήρξεν ευδαίμων· είναι λέξεις αίτινες φαίνονται ρέουσαι από τον υπερεκχειλισμένον ποταμόν μιας ανεξαντλήτου ευτυχίας. Αλλά οπόση άρά γε να ήτο η ευδαιμονία αυτή κατά τα πρώτα έτη της ζωής του, όταν δεν είχον ταράξει την γαλήνην της ψυχής του εκείναι αι θύελλαι της δικαίας οργής, όταν δεν εφλέγετο ακόμη η καρδία του εξ αγανακτήσεως διά τας αμαρτίας και διά την υποκρισίαν του ανθρώπου.
Και μολονότι τα έτη ταύτα παρήλθον εις διαρκή εργασίαν, έχομεν ισχυράς αποδείξεις να πιστεύωμεν ότι δεν έμειναν εκμετάλλευτα και διανοητικώς. Ουδεμία σημασία δύναται ν' αποδοθή εις τας χυδαίας ιστορίας των Αποκρύφων Ευαγγελίων, είνε όμως πιθανόν ότι οι διδάσκαλοι της συναγωγής παρείχαν μικράν τινα θρησκευτικήν εκπαίδευσιν εις τους μικρούς Ναζαρηνούς. Εις τα σχολεία ταύτα, ο Χριστός, ο κατά πάντα όμοιος προς τους άλλους ανθρώπους, έμαθε τα πρώτα στοιχεία της ανθρωπίνης γνώσεως. Πιθανώτερόν όμως είνε, ότι ο Ιησούς εδιδάχθη κατ' οίκον τα πρώτα μαθήματα υπό του πατρός του, συμφώνως προς τους ορισμούς του νόμου (Ιδέ Δευτ· ΙΑ'. 19.) Εν πάση περιπτώσει ήκουε κατά την καθημερινήν προσευχήν εν τη Συναγωγή παν ό,τι οι πρεσβύτεροι ηδύναντο να τον διδάξουν περί των νόμων και των προφητών. Ότι δεν μετέβη εις Ιερουσαλήμ επί σκοπώ εκπαιδεύσεως και δεν εφοίτησεν εις τα σχολεία των Ραββίνων, αποδεικνύεται εκ της ερωτήσεως, της πλήρους οργής των φθονερών εχθρών του: «Πόθεν τούτω ταύτα; Πώς ούτος γράμματα οίδε μη μεμαθηκώς;» Διά των λέξεων τούτων διήκει το ραββινικόν πνεύμα της αυθάδους περιφρονήσεως προς πάντα «αμ-χα-αρέτς», ήτοι αγράμματον χωρικόν. Η στερεοτυπημένη διάνοια του έθνους, εθισθείσα, αν δύναμαι να μεταχειρισθώ τοιαύτην έκφρασιν, εις την μουμιοποιηθείσαν εκείνην θρησκείαν την νεκράν, την οποίαν είχε βαλσαμώσει ο Προφορικός Νόμος, ήτο ανίκανος να εκτιμήση την θείαν πρωτοτυπίαν μιας σοφίας εκπορευθείσης αμέσως εκ του Θεού. Οι Ραββίνοι δεν ηδύναντο να ίδουν πέραν της αποφθεγματικής πλάνης του υιού του Σειράχ, όστις έλεγε, ότι διά να είναι τις σοφός πρέπει να έχη καιρόν εις την διάθεσίν του να μάθη. Αν ο Ιησούς επροικίζετο με την τεχνικήν μόρφωσίν των, δεν θα ήτο τόσον