δάκτυλο καλλίτερη από την ιδική
της;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ε, καλά, αν η τύχη σου ήτον ένα δάκτυλο καλλίτερη από την
ιδική μου, σε ποιο μέρος θα ήθελες να είνε;
ΕΙΡΑΣ. Όχι βέβαια 'στή μύτη του ανδρός μου.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Ο θεός να διορθώση τους κακούς μας στοχασμούς! Έλα, Αλεξά, – πες του κι' αυτού την τύχη του. Σε παρακαλώ, ω γλυκεία μου Ίσις, δος του μια γυναίκα που να μη μπορή να περιπατήση, να του αποθάνη και να πάρη μια χειρότερη! Κ' έπειτα από τούτη δος του άλλη μία τρις χειρότερη, έως ότου η χειρότερη απ' όλες να τον συνοδεύη γελώντας εις τον τάφον και πενήντα φορές κερατωμένον! Άκουσε την παράκλησίν μου αυτήν, καλή μου Ίσις, και αρνήσου μου ακόμη και κάτι άλλο σπουδαιότερον.
ΕΙΡΑΣ. Αμήν. Άκουσε, αγαπητή θεά, την παράκλησίν μας, διότι, όπως ραγίζεται η καρδιά του ανθρώπου να βλέπη ένα εύμορφον άνθρωπον με γυναίκα άπιστη, έτσι λυπάται κατάκαρδα να βλέπη ένα παληάνθρωπο ακεράτωτο. Δείξε λοιπόν την δικαιοσύνη σου, αγαπητή θεά, και δος του την τύχη που του πρέπει.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Αμήν.
ΑΛΕΞΑΣ. Για κύτταξ' εκεί! Αν ήτον εις την εξουσίαν των να με κερατώσουν, θα τό καναν και πόρναι ακόμη αν επρόκειτο να γίνουν.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σιωπή! Έρχεται ο Αντώνιος.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν είν' αυτός… Η βασίλισσα. (Εισέρχεται η Κλεοπάτρα).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδατε τον σύζυγόν μου;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ήτο εδώ;
ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήτον εύθυμος, αλλ' αιφνιδίως εσκέφθη περί της Ρώμης. —
Αινόβαρβε.
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Κυρία!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ζήτησέ τον και οδήγησέ τον εδώ. Πού είνε ο Αλεξάς;
ΑΛΕΞΑΣ. Εδώ, κυρία, εις τας διαταγάς σας. – Έρχεται ο κύριός μου.
(Εισέρχεται ο Αντώνιος, μεθ' ενός αγγελιαφόρου και υπηρετών).
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν θέλω να τον ίδω. Έλθετε μαζί μου.
(Εξέρχεται η Κλεοπάτρα μετά του Αινοβάρβου, τον Αλεξά, της Ειράδος,
Χαρμίου, Μάντεως και των υπηρετών).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Πρώτη εστασίασεν η σύζυγος σου Φουλβία.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κατά του αδελφού μου Λευκίου;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι· αλλά μετ' ολίγον ο πόλεμος ούτος έλαβε τέλος, και η κατάστασις του κράτους τούς ηνάγκασε να συμφιλιωθούν και να ενωθούν κατά του Καίσαρος, όστις ευτυχήσας κατά την πρώτην μάχην εξεδίωξεν αυτούς εκ της Ιταλίας.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλά. Τι χειρότερον έχεις ν' αναγγείλης;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Αι δυσάρεστοι αγγελίαι στενοχωρούν και τον κομιστήν αυτών.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όταν αύται λέγωνται εις ανόητον ή άνανδρον. – Εξακολούθει. Ό,τι έγινεν, έγινεν. – Ούτως εκλαμβάνω εγώ τα πράγματα. Όπως τον κολακεύοντα, ούτω και τον λέγοντα αλήθειαν ακούω μετά προσοχής, και θάνατον αν υπέκρυπτεν η διήγησίς του.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ο Λιβηινός – λυπηρά αγγελία – υπέταξε διά των Πάρθων την Ασίαν από του Ευφράτου, και η τροπαιοφόρος αυτού σημαία κυματίζει από της Συρίας μέχρι της Λυδίας και Ιωνίας, ενώ…
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενώ ο Αντώνιος ήθελες να είπης.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ω στρατηγέ!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λέγε ελευθέρως, μη μετριάζης τα υπό του πλήθους λεγόμενα. Ονόμασε την Κλεοπάτραν όπως την ονομάζουν εις την Ρώμην· επανάλαβε τας σκωπτικάς φράσεις της Φουλβίας, και επίπληξε