της Αιγύπτου. Αισθάνεσαι ποτέ έρωτα;
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Ναι, χαριτωμένη βασίλισσα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πράγματι;6
ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Εν τω πράγματι, όχι κυρία,7 διότι δεν δύναμαι να κάμω άλλο, παρ' ό,τι είνε εμπράκτως αθώον να κάμη τις. Έχω όμως άγρια πάθη και συχνά συλλογίζομαι τι έκαμεν η Αφροδίτη με τον Άρην.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού νομίζεις, Χάρμιον, ότι θα είνε τώρα; Είνε όρθιος ή κάθηται; περιπατεί ή ιππεύει; Ω συ, μακάριε ίππε, όστις φέρεις τον Αντώνιον! Βάδιζε ασφαλώς! διότι ηξεύρεις ποίον φέρεις; τον ημιάτλαντα του κόσμου, τον βραχίονα και την περικεφαλαίαν του ανθρωπίνου γένους. Ομιλεί κατά την στιγμήν ταύτην ή ψιθυρίζει τα εξής: « Πού είνε ο εκ του γηραιού Νείλου όφις μου», διότι ούτω με ονομάζει. Αλλά βλέπω ότι τρέφομαι με ηδυπαθέστατον δηλητήριον. Είνε δυνατόν να σκεφθή περί εμού ην εμαύρισαν τα ερωτικά φιλήματα του Φοίβου και ερρυτίδωσε βαθέως ο χρόνος; Επί της εποχής σου, ω ευρυμέτωπε Καίσαρ, ήμην αξία μονάρχου, ο δε μέγας Πομπήιος, μένων ακίνητος και τους οφθαλμούς αυτού επί του μετώπου μου προσηλών, έβλεπεν αυτό ασκαρδαμυκτί και απέθνησκεν ατενίζων εκείνην εξ ης ηρύετο την ζωήν. (Εισέρχεται ο Αλεξάς).
ΑΛΕΞΑΣ. Χαίρε, βασίλισσα της Αιγύπτου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πόσον διαφέρεις του Μάρκου Αντωνίου! Και όμως επειδή είσαι απεσταλμένος παρ' αυτού, ο φιλοσοφικός εκείνος λίθος σε εχρύσωσε διά της αφής του. Πώς είνε ο ανδρείος μου Μάρκος Αντώνιος;
ΑΛΕΞΑΣ. Η τελευταία του πράξις, αγαπητή βασίλισσα, ήτο έν φίλημα· το τελευταίον πολλών άλλων – το οποίον έδωκεν εις τον ανατολικόν τούτον μαργαρίτην. – Οι λόγοι του είνε ερριζωμένοι εις την καρδίαν μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Η ακοή μου ανυπομονεί να τους αποσπάση εκείθεν.
ΑΛΕΞΑΣ. Φίλε μου, μου είπεν: Ειπέ εις την βασίλισσαν ότι ο πιστός Ρωμαίος στέλλει εις την ισχυράν βασίλισσαν της Αιγύπτου, τον θησαυρόν ενός οστράκου, και ότι διά να επανορθώση το μικροπρεπές τούτο δώρον θα στολίση διά βασιλείων τον μεγαλοπρεπή αυτής θρόνον. Ειπέ εις αυτήν ότι η ανατολή άπασα θα την ανακήρυξη βασίλισσαν. – Μετά δε ταύτα έκλινε την κεφαλήν, και με τρόπον σοβαρόν ανέβη επί θυμοειδούς ίππου, του οποίου οι γενναίοι χρεμετισμοί εκάλυψαν την φωνήν μου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς ήτο, μελαγχολικός ή φαιδρός;
ΑΛΕΞΑΣ. Όπως κατά την ώραν εκείνην του έτους την μεταξύ ψύχους και θάλπους· ούτε μελαγχολικός, ούτε φαιδρός.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω κράσις ευτυχής! Ιδέ τον, καλή μου Χάρμιον· τοιούτος είνε ο Αντώνιος, αλλά πρόσεξέ τον. Δεν ήτο μελαγχολικός, διότι ήθελε να ενθαρρύνη εκείνους οίτινες ήντλουν θάρρος παρ' αυτού· δεν ήτο δε φαιδρός, ως να εφαίνετο λέγων εις αυτούς ότι η διάνοια του εστρέφετο προς την Αίγυπτον όπου ήτο και η τέρψις του· αλλά μεταξύ των δύο τούτων διαθέσεων. Ω θείον κράμα! Είτε μελαγχολικός είσαι, είτε φαιδρός, η υπερβολή του ενός ή του άλλου πάθους σου αρμόζει όσον εις ουδένα άλλον θνητόν. (Προς τον Αλεξάν). Συνήντησες τους ταχυδρόμους μου;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι, βασίλισσα, είκοσι διαφόρους αγγελιαφόρους. Προς τι τόσω πολλούς;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ο γεννηθείς την ημέραν καθ' ην θα λησμονήσω να πέμψω απεσταλμένον προς τον Αντώνιον, θα αποθάνη επαίτης. – Χαρτί και μελάνη, Χάρμιον. – Καλώς ήλθες, φίλτατε Αλεξά. – Ηγάπησα ποτέ τόσω τον Καίσαρα, Χάρμιον;
ΧΑΡΜΙΟΝ.