Μη ζητής σε παρακαλώ πρόφασιν διά την αναχώρησίν σου, αλλ' αποχαιρέτησέ με και φύγε. Όταν παρεκάλεις να μείνης, είχες τότε προχείρους τους λόγους. Δεν ωμίλεις τότε περί αναχωρήσεως. Επί των οφθαλμών και των χειλέων μου υπήρχεν η αιωνιότης, η δε ευτυχία επεκάθητο επί των βλεφάρων μου· και το ευτελέστατον των πραγμάτων εν εμοί είχε τι τότε το αγγελικόν. Είμαι ακόμη η ιδία ή συ, ο μέγιστος στρατιώτης του κόσμου, έγινες και μέγιστος ψεύστης.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω! κυρία!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήθελα να είχα το ανάστημά σου· θα εμάνθανες τότε ότι υπάρχει γενναία καρδία εις την Αίγυπτον.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσέ με, βασίλισσα· η κρατερά των περιστάσεων ανάγκη απαιτεί επί τινα χρόνον τας υπηρεσίας μου, αλλ' η καρδία μου θα μείνη πλησίον σου. Η Ιταλία ημών είνε έρμαιον εμφυλίων σπαραγμών. Ο Σέξτος Πομπήιος βαδίζει προς τας πύλας της Ρώμης· το ισόπαλον των εσωτερικών κομμάτων γεννά φατριαστικάς ανησυχίας. Οι άλλοτε μισούμενοι καθίστανται τώρα αγαπητοί ένεκα της ισχύος αυτών, ο δε καταδικασθείς Πομπήιος, ωφελούμενος εκ της δόξης του πατρός του, αποσπά ταχέως τας συμπαθείας των μη ωφεληθέντων εκ της παρούσης καταστάσεως, τούτων δε ο πληθυνόμενος αριθμός αποβαίνει επικίνδυνος· οι δε εκ της ησυχίας απαυδήσαντες ζητούν αντιφάρμακον δι' οιασδήποτε παρατόλμου και απελπιστικής μεταβολής. Αλλ' ότι αφορά μόνον εις εμέ, τούτο δε κάλλιον παντός άλλου πρέπει να σε καθησυχάζη δια την αναχώρησίν μου, είνε ο θάνατος της Φουλβίας.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αν η ηλικία δεν ηδυνήθη ακόμη να με απαλλάξη της
κουφονοίας, με έχει όμως απηλλαγμένην της νηπιώδους ευπιστίας. Είνε
δυνατόν να αποθάνη η Φουλβία;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απέθανε, βασίλισσα μου. (Tη εγχειρίζει επιστολήν). Ιδέ και
ανάγνωσον εν βασιλική ανέσει τας ταραχάς τας οποίας αύτη διήγειρε·
τέλος, το πάντων κάλλιστον, ιδέ πότε και πού απέθανεν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω του ψευδεστάτου έρωτος! Πού είνε αι ιεραί φιάλαι τας
οποίας έπρεπε να πληρώσης εκ δακρύων λύπης; Βλέπω τώρα εκ του
θανάτου της Φουλβίας τίνι τρόπω θακούσης και τον ιδικόν μου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Παύσε πλέον τας έριδας, και ετοιμάσου να μάθης τα σχέδιά μου, των οποίων η εκτέλεσις είνε εις την πλήρη εξουσίαν σου. Ορκίζομαι εις το πυρ το ζωογονούν την ιλύν του Νείλου ναναχωρήσω πιστός προς σε στρατιώτης και θεράπων, κηρύττων πόλεμον ή συνομολογών ειρήνην κατά την επιθυμίαν σου.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έλα, Χάρμιον, κόψε τον στηθόδεσμόν μου. Αλλ' όχι! άφησέ τον – εις την αυτήν στιγμήν και ησθένησα και ανέλαβον· τοιούτος είνε και ο έρως του Αντωνίου.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ησύχασε, προσφιλεστάτη μου βασίλισσα, και έχε εμπιστοσύνην εις τον έρωτα εκείνου όστις υφίσταται σπουδαίαν δοκιμασίαν.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω το παράδειγμα της Φουλβίας… Στρέψε, σε παρακαλώ, το πρόσωπον, και κλαύσε δι' αυτήν· αποχαιρέτησέ με έπειτα, και ειπέ ότι τα δάκρυα ταύτα χύνονται χάριν της βασιλίσσης της Αιγύπτου. Έλα, σε παρακαλώ, παίξε πρόσωπον δεξιού υποκριτού και κατόρθωσε να φανής αισθανόμενος λύπην ακραιφνή.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αρκεί· θα μου ανάψης το αίμα.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δύνασαι να υποκριθής έτι καλύτερον, αλλά και τούτο είνε αρκετόν.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μα το ξίφος μου!
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ.