σε εγέλασα.
Φέρετε φως αμέσως!
Ξυπνήσατε τους δούλους μου! Ανάψατε τα φώτα!
Αυτό εδώ με τ' όνειρον που είδα ομοιάζει
κι' αρχίζει να μου φαίνεται ωσάν αλήθεια. – Φώτα!
Ώρα καλή. Αναχωρώ διότι δεν αρμόζει,
ούτε συμφέρει 'ς τον βαθμόν που έχω, να με φέρουν
κατά του Μαύρου μάρτυρα, ως θα συμβή αν μείνω.
Διότι όσον κι' αν αυτά τον χανδακώσουν τώρα,
δεν ημπορεί χωρίς αυτόν να κάμη η Βενετία.
Θα έχουν την ανάγκην του 'ς τον πόλεμον της Κύπρου, 4
κι' ούτ' έχουν άλλον άξιον 'ς τον τόπον του να βάλουν.
Ώστε κ' εγώ, κι' αν τον μισώ καθώς τα κρίματά μου,
αλλ' όμως η περίστασις το θέλει κ' η ανάγκη
κάπως φιλίας πρόσχημα και χρώμα να του δείχνω.
Πλην είναι μόνον πρόσχημα. – Αν θέλης να τον εύρης,
'ς το Ναυαρχείον 5 φέρε τους να τον ανακαλύψουν.
Εκεί θα είμαι και εγώ μαζή του. Καλήν νύκτα.
Αλήθεια ήτον! Έφυγε! Από εδώ και πέρα
πικρή μου είναι η ζωή και καταφρονημένη. —
Ειπέ μου, πού την είδες; πού; – Δυστυχισμένη κόρη! —
Με τον Οθέλλον; – Ω! παιδιά ποιος θέλει ν' αποκτήση; —
Τους είδες; είσαι βέβαιος; ήτον εκείνη λέγεις; —
Ω! με ηπάτησε φρικτά! – Και τι σου είπε; – Φώτα!
Φέρετε φως! Ξυπνήσετε τους συγγενείς μου όλους! —
Ο γάμος τάχα έγεινε, νομίζεις;
Το φοβούμαι.
Πώς να ξεφύγη απ' εδώ! Θεέ, τι προδοσία!
Μη πιστευθήτε 'ς το εξής ταις κόραις σας, πατέρες!
Άλλα οι τρόποι μαρτυρούν, κι' άλλα 'ς τον νουν των έχουν!
Δεν έχει μάγια που πλανούν την παρθενιάν των νέων;
ειπέ μου, δεν εδιάβασες ποτέ σου περί τούτου;
Και βέβαια, αυθέντα μου.
Πού είν' ο αδελφός μου;
Ξυπνήσετέ τον. – Διατί εσέ να μη την δώσω! —
Εσείς πηγαίνετ' απ' εδώ, οι άλλοι άλλον δρόμον. —
Πού λέγεις θα τους εύρωμεν, εκείνην και τον Μαύρον;
Θα τους ανακαλύψωμεν, νομίζω, εάν θέλης
με συνοδείαν αρκετήν να με ακολουθήσης.
Οδήγησέ μας. Θα κτυπώ οπού περνώ ταις θύραις·
και να προστάζω ημπορώ, αν το καλέση χρεία,
'ς τα όπλα! Νυκτοφύλακας φωνάξετε να έλθουν.
Εμπρός! Θα σου ανταμειφθούν οι κόποι, Ροδερίκε.
ΣΚΗΝΗ Β'
Εάν κ' εσκότωσα πολλούς 'ς την τέχνην του πολέμου,
επάνω 'ς την συνείδησιν τρέχω, να μη κάμω
με