μ' εγέννησαν γονείς εις θρόνον καθισμένοι,
κ' η τύχη που απέκτησα εδώ δεν μ' εξιππάζει!
Κι' ας είσαι, Ιάγο, βέβαιος, πως αν δεν αγαπούσα
την Δυσδαιμόναν την γλυκειάν, διά τον κόσμον όλον
ποτέ μου την ελεύθερην και άστεγην ζωήν μου
δεν την επεριόριζα εγώ, να την σκλαβώσω!
Αλλά, τι φώτα είν' αυτά που έρχονται; Ιδέ τα.
Θα είναι ο πατέρας της, κ' οι φίλοι του μαζή του.
Σου δίδω γνώμην να κρυφθής.
Όχι· να μ' εύρουν πρέπει.
Ο χαρακτήρ μου, ο βαθμός, και η συνείδησίς μου
με προστατεύουν αρκετά. – Αλλά δεν είν' εκείνοι.
Μα των πολέμων τον Θεόν, δεν είν' εκείνοι· όχι!
Είναι του Δόγη άνθρωποι, και ο υπασπιστής μου. —
Καλή σας νύκτα κι' αγαθή, ω φίλοι. Τι ζητείτε;
Σε χαιρετά, ω στρατηγέ, ο Δόγης και αμέσως
επιθυμεί να σε ιδή.
Τι τρέχει; δεν ηξεύρεις;
Της Κύπρου είναι πράγματα, μου φαίνεται, σπουδαία.
Του στόλου καταποδιαστά μηνύματα μας ήλθαν
αυτήν την νύκτα δώδεκα, το έν μετά το άλλο.
Πολλοί από τους άρχοντας εξύπνησαν ως τώρα,
και όλοι συναθροίζονται 'ς του Δόγη. Σ' εζητούσαν
επάνω κάτω, και αφού 'ς το σπίτι σου δεν σ' ηύραν,
τρεις συνοδείας έστειλαν να σε ζητούν 'ς την πόλιν.
Καλά λοιπόν που έτυχε να μ' εύρης συ. Δυο λόγια
πηγαίνω μέσα να ειπώ, κ' έρχομ' ευθύς μαζή σας.
Εδώ τι θέλει άραγε;
Επήρεν εξ εφόδου
μίαν φρεγάδα της ξηράς απόψε, και θα κάμη
μιαν και καλήν την τύχην του, εάν του την αφήσουν.
Τι πράγμα; δεν 'κατάλαβα.
Γυναίκα 'πήρε.
Ποίαν;
Την θυγατέρα…
Στρατηγέ, πηγαίνωμεν;
Οδήγει.
Ιδού, και άλλοι έρχονται να σ' εύρουν, στρατηγέ μου.
Είν' ο Βραβάντιος αυτός. Φυλάξου· πρόσεχέ τον,
και ήλθε με κακούς σκοπούς.
Τι θέλετε; Σταθήτε!
Να τος ο Μαύρος.
Πιάσετε τον κλέπτην· πιάσετέ τον!
Α, Ροδερίκε, είσαι συ; εγώ σε διορθόνω.
'Σ ταις θήκαις μέσα τα σπαθιά, δροσιά μην τα σκουριάση!
Τ' άσπρα μαλλιά σου δύναμιν μεγαλειτέραν έχουν
από