την Φλωρεντίαν είν' αυτός ακόμη.
Γράψετέ του
ότι εδώ επιθυμώ αμέσως να γυρίση.
Ιδού και ο Βραβάντιος και ο γενναίος Μαύρος.
και έτεροι αξιωματικοί).
Έλα, γενναίε στρατηγέ, και σ' έχομεν ανάγκην
'ς τον Τούρκον να σε στείλωμεν, τον γενικόν εχθρόν μας.
η γνώμη σου μας έλειπε και η βοήθειά σου.
Εγώ, αυθένται μου, εγώ την ιδικήν σας θέλω.
Ούτε τα νέα του εχθρού, ούτε τ' αξίωμά μου
δεν μ' έκαμαν την κλίνην μου ν' αφήσω. Δεν με μέλει
διά συμφέροντα κοινά. Η λύπη η δική μου
μου πλημμυρίζει την καρδιάν και ξεχειλίζει τόσον,
που κάθε άλλην συλλογήν και λύπην καταπνίγει!
Τι έπαθες;
Η κόρη μου! Η κόρη μου, αυθέντα!
Απέθανε;
Απέθανε αλήθεια δι' εμένα!
Την 'πλάνεσαν, την έκλεψαν, την 'χάλασαν με μάγια,
με μάγια και με βότανα οπού πουλούν αγύρται!
Διότι τόσον τρομερά να πλανηθή εκείνη,
ενώ δεν είν' ούτε τυφλή, ούτε ο νους της λείπει,
ποτέ δεν ήτο δυνατόν χωρίς να την μαγεύσουν…
Όποιος κι' αν ήναι, που μ' αυτόν τον άνομον τον τρόπον
επλάνεσε την κόρην σου από τον εαυτόν της
κι' απ' τον πατέρα της, ιδού του Νόμου το βιβλίον
γραμμένον μ' αίμα. Την πικρήν σελίδα διάβασέ την
κ' εξήγησέ την μόνος σου, κ' εάν αυτός ο υιός μου
ήναι ο πταίστης!
Ταπεινώς σ' ευχαριστώ, αυθέντα.
Ιδού ο πταίστης! Είν' αυτός, ο Μαύρος, οπού τώρα
εδώ τον επροσκάλεσες, καθώς πληροφορούμαι,
διά συμφέροντα κοινά.
Αυτός; Πολύ λυπούμαι!
Δεν έχεις τι ν' αποκριθής προς υπεράσπισίν σου
'ς αυτά που λέγει;
Τίποτε, παρά πως είν' αλήθεια!
Μεγάλοι, παντοδύναμοι και σεβαστοί αυθένται,
σεις όλοι, ευγενέστατοι και φίλοι άρχοντές μου,
την έκλεψα του γέροντος αυτού την θυγατέρα,
και την εστεφανώθηκα· αυτό είν' η αλήθεια·
το έγκλημά μου είν' αυτό· αυτό και όχι άλλο!
Χονδρά τα λέγω· εύμορφα να ομιλώ δεν 'ξεύρω·
'ς ειρήνης γλυκομίλημα δεν είμαι γυμνασμένος.
Απ' τον καιρόν που έκαμαν αυτά εδώ τα χέρια
μόνον επτά ετών μυαλόν, ως προ μηνών εννέα,
δουλεύουν εις τον πόλεμον και παίζουν με τα όπλα,
κι' από τον κόσμον άλλο τι δεν 'ξεύρω τον μεγάλον
παρά πολέμων πράγματα και των