ούτε της αγάπης μου την φλόγα να χορτάσω,
πλην μόνον επειδή ποθώ να γείνη όπως θέλει.
Και να φυλάξη ο θεός, 'ς τον νουν σας μη περάση
πως θ' αστοχήσω σοβαρά κ' επίσημά μου χρέη,
διότι θάχω 'ς το πλευρόν εκείνην. Εάν ήναι
του Έρωτος του πτερωτού τα ελαφρά παιγνίδια
να μου θολώσουν και τον νουν και την ενέργειάν μου
ή να χαλάσουν ηδοναί την τέχνην της ζωής μου,
τότε αγγείον μαγειρειού ας κάμουν αι γυναίκες
την περικεφαλαίαν μου, και την υπόληψίν μου
του κόσμου καταφρόνησις ας την καταμαυρίση!
Εσείς αποφασίσετε· ας μείνη ή ας φύγη.
Το πράγμα είναι βιαστικόν κι' αναβολήν δεν θέλει.
Απόψε φεύγεις απ' εδώ.
Με όλην την καρδιάν μου!
Εις τας εννέα την αυγήν εδώ σας περιμένω. —
Εδώ κανένας ας σταθή αξιωματικός σου, και με αυτόν σου στέλλομεν και τον διορισμόν σου και ό,τι άλλο χρειασθή να σου σταλθή ακόμη.
Να ο σημαιοφόρος μου, αν ήναι ορισμός σας.
Είν' άνθρωπος ενάρετος και της εμπιστοσύνης.
Εις τούτον την γυναίκα μου θ' αφήσω να μου φέρη,
και ό,τι η εκλαμπρότης σου νομίση αναγκαίον.
Πολύ καλά. Σας εύχομαι εις όλους καλήν νύκτα.
Και, άρχον ευγενέστατε, εάν δεν ήναι ψεύμα, ότι δεν έχει ευμορφιάς η αρετή ανάγκην, τότ' ο γαμβρός σου κάτασπρος και όχι μαύρος είναι.
Χαίρε, κι' αγάπα την καλά, γενναίε Μαύρε· χαίρε!
Αν έχης 'μάτια κύτταζε, ω Μαύρε. Πρόσεχέ την·
καθώς εμένα 'γέλασε, 'μπορεί να σε γελάση.
Την παίρνω 'ς την ψυχήν μου! Ναι!
Τώρα, πιστέ μου Ιάγο,
την Δυσδαιμόναν μου εγώ 'ς εσένα την αφίνω·
να βάλης την γυναίκα σου, παρακαλώ, κοντά της,
κι' όπως καλλίτερα 'μπορείς 'ς την Κύπρον να τας φέρης.
Έλα· μια ώρα μοναχή μου μένει, Δυσδαιμόνα,
μια ώρα έννοιας κ' έρωτος μαζή σου να περάσω.
Είμεθα σκλάβοι του καιρού.
Ιάγο!
Τι λέγεις, παλλικαρά μου.
Ηξεύρεις τι θα 'πάγω να κάμω τώρα;
Να πλαγιάσης και να κοιμηθής.
Θα 'πάγω ίσα να πνιγώ!
Αν το κάμης, δεν θα σε αγαπώ ύστερα. Τι ανοησία
είναι αυτή;
Ανοησία είναι να ζη κανείς, όταν η ζωή καταντήση
βάσανον. Το μόνον ιατρικόν είναι ο θάνατος, όταν γείνη
ιατρός μας ο Χάρος.
Ω