του γνωστός, και άνθρωπος της τέχνης·
εις τούτο την ελπίδα μου στηρίζω μέχρι τέλους.
Ένα πανί! Ένα πανί.
Τι θόρυβος; τι τρέχει;
Η πόλις όλη άδειασε· 'ς την άκρην της θαλάσσης
ο κόσμος εσωρεύθηκε, κ' έ ν α π α ν ί φωνάζουν.
Κάτι μου λέγει πως αυτό του στρατηγού θα ήναι
το πλοίον.
Κανονοβολούν χαιρετισμόν 'ς το Κάστρον
Φθάσιμον φίλου είν' αυτό.
Παρακαλώ πηγαίνεις
να μάθης ποίος έφθασε; κ' ειπέ μας το.
Πηγαίνω.
Κι' ο στρατηγός, υπασπιστά, στεφανωμένος είναι;
Διά την ευτυχίαν του! Επέτυχε μιαν νέαν,
που ξεπερνά περιγραφάς, κι' ό,τι κι' αν 'πή η φήμη,
κι' ό,τι να γράψη ημπορεί εξακουστόν κονδύλι.
Χαριτωμένη και καλή κι' ωραία…
Ποίος ήλθε;
Σημαιοφόρος είν' αυτός του Μαύρου· κάποιος Ιάγος.
Κατευοδώθη γρήγορα με την καλήν την ώραν!
Και πέλαγος, και κύματα, και η ανεμοζάλη,
βράχοι που βράζει το νερόν, και άμμοι σωριασμένοι,
προδόται που το άκακον παραμονεύουν σκάφος,
τα πάντα, 'σάν να ήξευραν τι κάλλος διαβαίνει,
την αγριάδα έχασαν που είναι φυσική των
κ' επέρασεν απείρακτη η θεία Δυσδαιμόνα!
Και ποία είναι;
Είν' αυτή που σ' έλεγα, ω φίλε·
του στρατηγού ο στρατηγός! Ο Ιάγος ο γενναίος
την εσυνόδευσεν εδώ. Αλλά το φθάσιμόν της
επρόλαβε τους πόθους μας κατά επτά ημέρας.
Θεέ μεγάλε, φύλαγε και σώσε τον Οθέλλον
εις τ' άρμενά του ας φυσά η δυνατή πνοή σου!
Αξίωσέ τον εις αυτόν ν' αράξη τον λιμένα,
της Δυσδαιμόνας την γλυκειάν αγκάλην ν' απολαύση,
εις το σβυσμένον θάρρος μας νέαν φωτιάν να δώση,
κι' όλον της Κύπρου το νησί να το παρηγορήση!
Ιδού, κατέβη 'ς την ξηράν ο θησαυρός του πλοίου!
Της Κύπρου άνδρες, πέσατε 'ς τα γόνατα εμπρός της.
Κυρία, καλώς ώρισες. Η χάρις του Υψίστου
εμπρός, οπίσ' , από παντού να σε περικυκλόνη!
Ευχαριστώ σε, Κάσιε γενναίε. Του ανδρός μου
τι νέα έχεις να μου 'πής;
Δεν έφθασεν ακόμη,
αλλά τον άφησα καλά, κ' ελπίζω δεν θ' αργήση.
Φοβούμαι όμως… Διατί δεν ήλθετε συγχρόνως;
Η Θάλασσα κι' ο Ουρανός επιάσθηκαν εις μάχην
κ' εχώρισαν τον δρόμον