μας αν μ' αφύσικα κ' εντροπιασμένα μέσα
'φαρμάκευσες κ' εκέρδισες της κόρης την αγάπην,
ή με πειθώ και με γλυκά και τιμημένα λόγια
οπού ενόνουν δυο καρδιαίς;
Παρακαλώ, αυθένται,
'ς το Ναυαρχείον στείλετε να φέρετε την νέαν,
κ' εμπρός εις τον πατέρα της η ίδια ας λαλήση.
Αν ένοχον με κρίνετε απ' τα 'δικά της λόγια,
τότ' όχι μόνον τον βαθμόν και την υπόληψίν μου
να με καταδικάσετε να χάσω, αλλ' ακόμη
και την ζωήν μου·
Φέρετε εδώ την Δυσδαιμόναν.
Οδήγησέ τους, Ιάγο μου· συ 'ξεύρεις πού την έχω.
Κι' ως που να έλθη, καθαρά 'σάν να ξεμολογούμαι 'ς την παρουσίαν του Θεού τα κρίματα που έχω, με τόσην ειλικρίνειαν εμπρός σας θα εκθέσω πώς έγινε κ' εκέρδισα της νέας την αγάπην, και πώς κι' αυτή εκέρδισε την ιδικήν μου.
Λέγε
Με αγαπούσ' ο γέροντας· συχνά μ' επροσκαλούσε· την ιστορίαν μ' έβαζε να λέγω της ζωής μου· τας μάχας, τους πολέμους μου και τας πολιορκίας, τον δρόμον οπού πέρασα. Και του εδιηγούμην από τα παιδιακίσια μου τα χρόνια την ζωήν μου, ως την στιγμήν που 'κάθητο και μ' ήκουε να λέγω. Και έλεγα την τύχην μου, τους φοβερούς κινδύνους, τα τρομερά συμβάντα μου 'ς τον κάμπον ή 'ς το κύμα, τους παρά τρίχα γλυτωμούς 'ς εφόδους και καρτέρια, πώς έπεσα εις του εχθρού τ' αγριευμένα χέρια και σκλάβος επωλήθηκα· την ελευθέρωσίν μου, και τα ταξείδια τα πολλά που έκαμα κατόπιν. Τα σπήλαια τ' απέραντα και τας ξηράς ερήμους, τους βράχους, τα 'ψηλά βουνά που φθάνουν ως τα νέφη· αυτά του επερίγραφα, και τους ανθρωποφάγους, και τους αγρίους τους φρικτούς, και τέρατα που έχουν την κεφαλήν ανάμεσα 'ς ταις πλάταις φυτρωμένην. 9 Η Δυσδαιμόνα ήρχετο περίεργη ν' ακούη, αλλ' αι φροντίδες του σπιτιού την έκαμναν να φεύγη, και βιαστική επήγαινε τα χρέη της να κάμη, κ' επέστρεφε, τα λόγια μου ν' ακούση διψασμένη. Κ' εγώ το παρετήρησα και ηύρα ευκαιρίαν, και ηύρα τρόπον μόνη της να μου ξεμυστερεύση τον πόθον τον εγκάρδιον, να της εξιστορήσω καταλεπτώς τον βίον μου απ' την αρχήν 'ς το τέλος, που άκραις μέσαις ήξευρεν απ' όσα είχ' ακούσει. Της είπα όλα· και συχνά της 'δάκρυσε το 'μάτι, ενώ της πρώτης μου ζωής της έλεγα τα πάθη· και όταν ετελείωσα, μ' επλήρωσε τον κόπον με ένα κόσμον δάκρυα και αναστεναγμούς της. Μου είπε πως εθαύμασε, εθαύμασε εις άκρον, ότι λυπάται δι' εμέ, κατάκαρδα λυπάται, πως ήθελε καλλίτερα να μη τα είχ' ακούσει, κι' όμως μακάρι και αυτή να λάβη τέτοιον άνδρα. Μου είπε πως μ' ευχαριστεί, κι' ανίσως έχω φίλον, οπού την ερωτεύεται και θέλει την καρδιάν της, να τον διδάξω να της' πη όσα εγώ της είπα. 'Σ αυτήν την νύξιν της κ' εγώ ανοίχθηκα μαζή της. Δι' όσα εκινδύνευσα μ' ηγάπησεν εκείνη, και την ηγάπησα εγώ, διότι μ' ελυπήθη. Τα μάγια που της έκαμα είναι αυτά και μόνα. Ιδού, η νέα έρχεται και ας το μαρτυρήση. 10
Νομίζω και την κόρην μου αυτά θα επλανούσαν.
Ω αγαθέ Βραβάντιε, μη τα παραξεσχίζης,
αλλ' όπως πλέον ημπορείς εξοικονόμησέ τα.
Κάλλια σπασμένα τ' άρματα, παρά γυμνά