Saša Robnik

ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ


Скачать книгу

απευθύνθηκα στον τσιγγάνο που συνέχιζε να μιλάει:

      -«...είναι δύσκολο, φίλε μου, δεν μπορούμε να σπρώξουμε το αμάξι πια, σε ικετεύω, όποια κι αν είναι η τιμή...»

      -«Όχι!» Η κραυγή βγήκε αυθόρμητα, δεν ήθελε να κοιτάξω ούτε αυτόν ούτε το αμάξι επειδή μού προκαλεί πολύ πόνο.

      Με κοιτάζει φοβισμένα.

      -«Πάρε από δω αυτό το αμάξι! Δεν θέλω να φτιάξω ένα σαράβαλο!» Φώναξα και γύρισα την πλάτη μου. Τα αγόρια στέκονταν στην είσοδο του συνεργείου, με τα εργαλεία στα χέρια τους, έκπληκτα από την αηδία μου.

      Μετά, έτρεξα στο γραφείο μου, κοντά στο μπουκάλι. Πίσω μου, ο τσιγγάνος καταριόταν, μπήκε στο αμάξι κι έφυγε.

      Η συνήθεια του να πίνεις το πρωί. Πας στη δουλειά, είσαι με άλλα άτομα και δεν το χρειάζεσαι. Τώρα, το έχω ανάγκη.

      Θυμωμένος άνοιξα ένα συρτάρι από το λαδωμένο γραφείο, βρήκα μία ξεθωριασμένη φωτογραφία κάτω από έναν σωρό φακέλους και κοίταξα το πρόσωπο ενός νεαρού στρατιώτη, μικρότερου από 19 ετών.

      Στο κεφάλι του φορούσε το Τιτόφκα, ένα καπέλο με το κομμουνιστικό αστέρι και στο παρασκήνιο βαγόνια τρένων. Τα μάτια του είναι σοβαρά και μαύρα, τα μάγουλά του ρουφηγμένα.

      Ο πατέρας μου. Η φωτογραφία τραβήχτηκε πριν γεννηθώ.

      Μνήμες από την παιδική μου ηλικία ξεπηδούν:

      Ο μπαμπάς γυρίζει σπίτι από τη δουλειά. Καθόμαστε σε μία κουβέρτα στον κήπο του μικρού και σεμνού σπιτιού μας και παίζουμε με τη μικρή μου αδερφή. Έρχεται μέσα από την πύλη. Το πλατύ του χαμόγελο μάς προσκαλεί να τρέξουμε κοντά του. Σηκώνει την αδερφή μου πάνω από το κεφάλι του κι αυτή γελάει χαρούμενα. Αγκαλιάζω το πόδι του καθώς ακόμη δεν φτάνω τη ζώνη από τη μαύρη στολή του ανθρακωρύχου. Η δυσωδία από το ορυχείο μάς κατακλύζει. Παίζει μαζί μας, τρέχουμε σε όλον τον κήπο βγάζοντας φωνές. Η μητέρα βγαίνει στο μπαλκόνι και μας φωνάζει για δείπνο.

      Άνοιξε η πόρτα του γραφείου. Μπήκε μέσα ο Γκόραν και αναρωτιόταν αν μπορούσα να τους αφήσω να φύγουν νωρίτερα για να ετοιμαστούν για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Συμφώνησα κι έβαλα κι άλλο αλκοόλ στο ποτήρι μου. Τα αγόρια εμφανίστηκαν, άλλαξαν τα ρούχα τους και μου ευχήθηκαν. Μπορώ να πω ότι με κοιτάνε περίεργα, αλλά είναι ευλογία που δεν μπορούν να νιώσουν τον τρόμο που με στοιχειώνει, ο τρόμος που ήρθε μία Παραμονή Πρωτοχρονιάς πριν πολύ καιρό.

      Την επόμενη ώρα, τελείωσα τη δουλειά, καθάρισα το συνεργείο και χαιρέτησα τους κατόχους των αυτοκινήτων. Πλήρωσαν τους λογαριασμούς, μου ευχήθηκαν και με άφησαν να υποδεχθώ τη νέα χρονιά. Έφυγε το τελευταίο όχημα κι έμεινα επιτέλους μόνος μου.

      Καθώς άλλαζα, το δωμάτιο γέμισε με τη μυρωδιά κάρβουνου και σκόνης.

      Νόμιζα ότι το συνήθισα, αλλά κυρίως στο σπίτι, όχι έξω. Μόλις έφυγα από το ορφανοτροφείο πριν τρεις δεκαετίες με ένα δίπλωμα στην τσέπη μου και τη διεύθυνση του συνεργείου που θα δούλευα, ήταν πάντα στο σπίτι. Γυρίζω αργά και βλέπω την πλάτη του. Με το κεφάλι σκυμμένο, στέκεται στον τοίχο βλέποντας μία αφίσα μίας λαμπερής κόκκινης Ferrari.

      «Τι κάνεις εδώ;» Δεν απαντά. Όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε ποτέ απάντηση.

      Το μυαλό μου τρέχει σαν