Διαβολικό. Αυτός.
Τελείωσα το ποτό μου κι έβαλα άλλο ένα.
Δεν ήμουν ποτέ στο ορυχείο, παρά τις εκκλήσεις στον πατέρα μου. Μπορούσε να προβλέψει το μυστικό του Άζρα και γι' αυτό δεν με πήγαινε εκεί, τώρα το ξέρω. Οι ανθρακωρύχοι το αντιλαμβάνονταν αυτό και ήθελα ελέγξω το ορυχείο μετά την επίσκεψή τους και τη σύντομη συζήτηση στο τραπέζι.
Και τώρα πίνω από το μπουκάλι.
Καταραμένο Fiat. Από όλα τα συνεργεία στη Σερβία, διάλεξε το δικό μου. Το Άζρα τον οδήγησε για να μου το θυμίσει. Μετά από μία ακόμη γουλιά, βάζω το κρέας στον φούρνο και πάω το πιάτο για σνακ στο δωμάτιο. Η τηλεόραση δείχνει το πρόγραμμα της Πρωτοχρονιάς, όπως εκείνη τη μέρα. Τελετουργικό και πομπώδες.
Αντί για βαρετούς παρουσιαστές και μισόγυμνες τραγουδίστριες παραδοσιακής μουσικής, είδα τους φίλους του μπαμπά στο τραπέζι, τη μαμά στην κουζίνα και η μικρή μου αδερφή μου στην κούνια. Σε άλλα κανάλια, οι ίδιες εικόνες από τις αναμνήσεις μου αναμειγνύονται με τις εκπομπές της νέας χρονιάς. Σηκώνομαι και πάω να δω το κρέας, δεν θα είναι σύντομα έτοιμο. Θέλω να φάω, να μεθύσω, να ξαπλώσω και να πέσω σε λήθη. Πριν τα μεσάνυχτα.
Από τα διπλανά διαμερίσματα, ακούω γέλιο και μουσική. Όλα γύρω μου, κι εγώ, σαν καταραμένος, κάθομαι μόνος με ένα μπουκάλι αλκοόλ, τους δαίμονες μου και τις απαίσιες αναμνήσεις εκείνης της νύχτας οπότε πίνω άλλη μία γουλιά κι απολαμβάνω το υγρό που φωτίζει τον λαιμό μου και ζεσταίνει την κοιλιά μου.
Μία σκιά γυρίζει μπροστά μου. Αυτός.
Τον βλέπω να περπατάει στον διάδρομο με κατεβασμένο το κεφάλι.
– «Πού πας, μπαμπά; Είδες το Fiat σου τώρα τελευταία;» ρωτάω κοροϊδευτικά.
Στέκεται στο πλατύσκαλο. Πίνω μία άλλη γουλιά και συνεχίζω:
– «Έχει ακόμα εκείνο το αυτοκόλλητο κάτω από το ραδιόφωνο που μου αγόρασες από το μίνι μάρκετ».
Δεν κουνιέται κι αρχίζει να δαγκώνει τα δάχτυλά του.
Οι πρώτες συγχορδίες ακούγονται από την τηλεόραση: το Love me tender του Έλβις Πρίσλεϊ.
Ξανά πάλι καταστροφή, δεν μπορεί να είναι σύμπτωση, έχουν γίνει πολλά τελευταία. Αυτό το τραγούδι ακουγόταν τότε, εκείνη την Παραμονή Πρωτοχρονιάς όταν ο μπαμπάς γύρισε σπίτι από το ορυχείο Κ-14, Άζρα.
Όλο ξεκαθαρίζουν γύρω μου, ίσως λόγω του αλκοόλ ή της ασυνήθιστης συμπεριφοράς του. Παρ' όλα αυτά, τα σύννεφα του τρόμου φεύγουν από την ψυχή μου και εξαφανίζονται για πάντα.
Δεν ήταν δικό του το λάθος. Το ήξερα, έκαιγε το υποσυνείδητό μου, αλλά δεν το παραδεχόμουν. Χρειαζόμουν την ενοχή του όπως ο αέρας που αναπνέω για να δικαιολογήσω τη δική μου.
Ο Έλβις τραγουδάει και με μεταφέρει σε εκείνη τη νύχτα.
Η μαμά φτιάχνει το κέικ και τραγουδά μαζί με τον Έλβις, η αδερφή μου χοροπηδάει γύρω από το τραπέζι και εγώ κάθομαι στο δωμάτιό μου διαβάζοντας κόμικς. Δεν μου άρεσε ο Έλβις και γι' αυτό δεν δίνω σημασία στην τηλεόραση. Με ενοχλεί το λαμπύρισμα από τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια στο δέντρο που βάλαμε με τον μπαμπά.
Ξαφνικά η μαμά με φωνάζει να πάρω ένα μεγάλο μαχαίρι από το ντουλάπι τροφίμων,