μου χτυπά δυνατά στο στήθος μου και το στομάχι μου γίνεται κόμπος. Ήσυχα, ο πατέρας μου σηκώνει την μπάλα. Τα μάτια του με καλούν.
Διστακτικά, πηγαίνω προς το τραπέζι περιμένοντας να με χαστουκίσει. Τα μαλλιά μου στο πίσω μέρος του λαιμού μου φούντωσαν από την προσδοκώμενη σφαλιάρα, η οποία, όμως, δεν ήρθε ποτέ.
Αφηρημένα, μου δίνει την μπάλα. Παραμένω μπερδεμένος και δεν κουνιέμαι καθώς ακούω τη συζήτηση:
- «Σας λέω, ο ίδιος ο διάβολος κυκλοφορεί στο Άζρα».
– «Νουσρέτ, μην είσαι χαζός. Τι σε έπιασε;»
– «Έχει δίκιο, έσκαβα κι εγώ εκεί χθες. Είναι επικίνδυνη δουλειά».
– «Είσαι τρελός, πώς γίνεται το ορυχείο να είναι διαβολικό; Μπράνκο, δούλευες εκεί, τι έχεις να πεις»;
– «Ξέρεις ακριβώς τι μου συνέβη».
– «Βλακείες!»
Τα παιδιά μού ζήτησαν να συνεχίσουμε το ποδόσφαιρο και καθώς άρχισα να φεύγω, άκουσα τον πατέρα μου να λέει:
– «Δεν ξέρω τι να πω, με έβαλαν εκεί, το έχω και γραπτώς, ορυχείο Κ-14, ονόματι Άζρα, όλον τον Δεκέμβριο και δεν έχω καλό προαίσθημα. Αλλά ας κάνουμε μία πρόποση, στον διάολο μ' αυτές τις ιστορίες!»
Ένα ανυπόμονο αμάξι κορνάρει πίσω μου. Αφήνω τις αναμνήσεις, βάζω μπρος το αμάξι, οδηγώ στη στολισμένη πόλη και αναπνέω καθαρό αέρα από τη χαρούμενη ατμόσφαιρα. Όλοι τρέχουν βιαστικά να πάνε κάπου, με χαμόγελα και γεμάτες τσάντες. Σταματώ μπροστά από ένα σούπερ μάρκετ. Είμαι πολύ τυχερός που βρίσκω διαθέσιμο πάρκινγκ.
Η ζεστασιά κι η γλυκιά μουσική δεν με χαλαρώνει κι αναρωτιέμαι για χιλιοστή φορά αν ο διάβολος στο ορυχείο Άζρα, μακριά στη Σερβία, ευθύνεται για τον τρόμο που σημάδεψε τη ζωή μου και πήρε μακριά όλους όσους νοιαζόμουν. Ή ήταν ιστορίες για ματαιόδοξους ανθρακωρύχους; Απελπισμένα προσπαθώ να καταλάβω τα ακατανόητα. Είναι εκεί και με περιμένει, πρώτη φορά που αφήνει το διαμέρισμα. Δεν είμαι τρελός, είμαι σίγουρος γι' αυτό όσο σίγουρος είμαι ότι αύριο είναι μία καινούρια μέρα.
Συμπεραίνω ότι η ξαφνική εμφάνιση του παλιού μας αυτοκινήτου πυροδότησε αυτές τις σκέψεις.
Και τον ανάγκασε να βγει από το διαμέρισμα.
Χτυπάει το κινητό μου. Αυτή θα είναι, είμαι σίγουρος.
– «Έλα απόψε. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς».
Θέλω να είμαι μαζί της, την παραμέλησα και εκπλήσσομαι που μου τηλεφώνησε.
– «Δεν θα είμαι καλή παρέα, όχι απόψε, απάντησα». Έβαλα τα λαχανικά στο καρότσι. Δεν ξεχνώ και το αλκοόλ.
– «Το καταλαβαίνω, αλλά και πάλι έλα. Είναι καιρός να ξεφορτωθείς τις άσχημες αναμνήσεις, για τον Θεό, πέρασαν τόσα χρόνια!»
Στη σιωπή, ακούω την αναπνοή της. Ξέρει ότι αμφιβάλλω κι ότι είναι αχρείαστο να προσπαθεί να με πείσει. Με κάνει να παλέψω μεταξύ επιθυμίας και τόλμης. Μία χαμένη μάχη.
– «Όχι, γλυκιά μου, δεν μπορώ, συγγνώμη».
– «Το ήξερα, άλλα είπα να προσπαθήσω. Θα έρθεις για μεσημεριανό αύριο;»
– «Φυσικά. Σου εύχομαι τα καλύτερα. Σ' αγαπώ».
Το έκλεισα, πήγα στο ταμείο κι αναρωτιόμουν για την επιμονή της. Είναι μόνη της με το παιδί