της.
Αφήνει τη μητέρα που πέφτει σαν ένα χαλί από τον φούρνο και στρέφεται προς την αδερφή μου. Ανασυγκροτούμαι, ανακτώ και πάλι τη δύναμη των ποδιών μου, περπατώ προς αυτόν προς την κουζίνα και φωνάζω «Σε παρακαλώ, μπαμπά, σταμάτα!».
Ο επαναλαμβάνω αμέτρητες φορές, αλλά ο μπαμπάς δεν ακούει. Αρπάζει την αδερφή μου, τη σηκώνει πάνω από το κεφάλι του και τη ρίχνει στο πάτωμα της κουζίνας με όλη του τη δύναμη.
Ο τρόμος έχει χαραχτεί για πάντα στη συνείδησή μου.
Η αδερφή μου κείτεται στο πάτωμα σαν τις κούκλες της. Τα μάτια της είναι ανέκφραστα, φαίνεται ότι η ζωή φεύγει από μέσα της. Βγαίνει αίμα από τα αυτιά της. Ο μπαμπάς γονατίζει και τη βαράει με τη γροθιά του. Σηκώνει τη γροθιά και χτυπά ξανά.
Η πλάτη του είναι γυρισμένη προς εμένα, νιώθω το βάρος του μαχαιριού στο χέρι μου, τα πόδια μου κινούνται και χώνω τη λεπίδα στην πλάτη του. Δεν νιώθει τη σουβλιά, συνεχίζει να χτυπάει την αδερφή μου χωρίς να υπολογίζει εμένα και την πληγή που του έκανα. Τον μαχαιρώνω και πάλι, αλλά δεν σταματά να χτυπά το αβοήθητο κορίτσι που η ζωή είχε φύγει ήδη από μέσα της.
Τελικά, καταρρέει στον λινοτάπητα, δίπλα στο μικροσκοπικό κορμί, νεκρός.
Το χέρι του θείου μου με αρπάζει, η θεία μου ουρλιάζει κι ο Έλβις τελειώνει το τραγούδι του.
Μία άλλη γουλιά από το μπουκάλι κατεβαίνει στον λαιμό καθώς δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της μητέρας μου, ούτε της αδερφής μου, αλλά θυμάμαι κάθε στιγμή εκείνης της νύχτας που τραγουδούσε ο Έλβις αυτό το τραγούδι.
Σκούπισα τα δάκρυα που δεν είχα σκουπίσει εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία κύλησαν όταν ικέτευa τον πατέρα μου να σταματήσει. Η ζωή στο ορφανοτροφείο τα έδιωξε.
Μέχρι τώρα.
Φοράει το πράσινο παλτό του, το λευκό του παντελόνι, ένα καπέλο στο κεφάλι του και στέκεται στο πλατύσκαλο, ακίνητος σαν ταφόπλακα. Ούτε κουνάει τα χέρια του ούτε ψιθυρίζει. Πρώτη φορά τον βλέπω να κάθεται εκεί, ακίνητος, σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου.
– «Μπαμπά» φωνάζω.
Γυρίζει αργά το κεφάλι του για να με αντικρίσει και τελικά, μετά από τόσα χρόνια, βλέπω τα μάτια του. Δεν είναι μαύρα όπως εκείνη τη νύχτα, αλλά καστανά και ζεστά, όπως ήταν πάντα. Κοιταζόμαστε για λίγες στιγμές, στιγμές που μου φάνηκαν τόσο μεγάλες, όσο και τα χρόνια που πέρασα χωρίς τη μητέρα μου, την αδερφή μου και τον πατέρα μου.
– «Μπαμπά, σε συγχωρώ. Σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Όλοι σε συγχωρούμε. Συγχώρεσέ με κι εσύ».
Δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό του. Με πλησιάζει, ανοίγει τα χέρια του και μου προσφέρει μία αγκαλιά.
Τον αγκαλιάζω, νιώθω τα χέρια του και αναπνέω τη γλυκιά μυρωδιά. Αναπνέω όλα τα προηγούμενα χρόνια, το χαμόγελο της μητέρας μου, την ομιλία της αδερφής μου, τον κήπο μας, την κούνια και το φτωχό σπίτι. Όλες τις βόλτες μας με το Fiat και τα κλεμμένα χρόνια από το Άζρα.
Η φωνή του, που δεν την είχα ακούσει τόσα χρόνια, ξαφνικά γεμίζει το δωμάτιο.
– «Όλα καλά, γιε μου. Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω».
Μετά, εξαφανίζεται. Όπως κι η μυρωδιά του.
– «Πατέρα;»