χάσης
γιατί θενά σε κυνηγήσουν κι αν περνόντας
την πατημένη τη στεριά πίσω σου αφήσης
και πάνω από τη θάλασσα κι απ τα νησιά της·
και μη αποκάμεις να περιβοσκίζης τούτα
τα πάθη κι άμα 'ρθής στην πόλι της Παλλάδος
κάθου κι αγκάλιασε το ξύλινο άγαλμά της·
και κει μ' αυτές θα βρούμε κρίσι και με λόγια
που να μαλάζουν τις καρδιές θα κάμω τρόπο
μια και καλή απ τα πάθη αυτά να σε γλυτώσω
αφού σ' έσπρωξα εγώ τη μάννα σου να σφάξης.
Άναξ Απόλλων, ξέρεις ναγαπάς το δίκιο
κι αφού το ξέρεις κάμε και να μη μ' αφίσης,
και η δύναμή σου εγγύησι πως θα με σώσης.
Θύμας το αυτό κι ας μη νικάη το νου σου ο φόβος
μα εσύ, αυτάδελφο αίμα κι απόνα πατέρα,
φύλαγέ τον, Ερμή· κιόπως και τόνομα έχεις
γίνε απ αλήθεια κι Οδηγός να συνοδεύης
τον ικέτη μου αυτόν· κι ο Δίας τιμά το σέβας
των κηρύκων, που για καλό του ανθρώπου εδόθη.
Κοιμάσθε, ωιμέ! και σαν κοιμάσθε ποια σας χρεία;
Μα εγώ από σας σε τέτοιο τρόπο ατιμασμένη,
με διπλό πήχυ, για το φόνο που έχω κάμη
δε λέει να πάψη των νεκρών η καταφρόνια
κι άτιμη τριγυρνώ: γιατί έχω, ξέρετέ το
την πιο από μέρος τους μεγάλη κατηγόρια·
μα πόπαθα τέτοιο κακό απ τους πιο ζεστούς μου.
κανείς θεός δεν είπε να οργιστή για μένα,
που, μάννα, σφάχτηκα απ τα χέρια του παιδιού μου.
Και ιδέτε αυτές μου τις πληγές με την καρδιά σας.
γιατί φωτίζεται η ψυχή σαν κλειούν τα μάτια,
ενώ στο ξύπνο δε θωρεί καλά το πνεύμα.
Κι όμως πόσα δεν έχετε γευτή από μένα,
ακράσωτες χοές και προσφορές καθάριες
και δείπνα που θυσίαζα σεμνά τις νύκτες
σε ώρα που για κανέν' άλλο θεό δεν είναι!
μα όλα αυτά τώρα βλέπω κλωτσοπατημένα
και κείνος πάει και ξέφυγε σαν το ζαρκάδι
κ' έτσι αλαφρά καταμεσίς απ τα πλεμμάτια
με πολύ περιγέλοιο σας πηδάει και πάει.
Μ' ακούσετέ μου κ' είναι αυτά για τη ψυχή μου
όσα είπα· και ξυπνήστε, σκιές του κάτω κόσμου
που όνειρο τώρα κράζω σας, η Κλυταιμνήστρα!
Μουγκρίζετε, μα εκείνος τώρα πήρε δρόμο
γιατί έχει φίλους που δε μοιάζουν τους δικούς μου.
Βαθιά κοιμάσαι και δεν το ψυχοπονιέσαι
αυτό πόπαθα! φύγε ο φονιάς μου, ο γυιός μου!
Ούρλιαζε· κοίμου! μα δε λες και να ξυπνήσης
ποια δουλειάν έχεις παρά το κακό να κάνης;
Συμφώνησαν δυο δυνατοί, ο ύπνος κι ο κόπος
κι αδράνισαν της δράκισσας την άγριαν άφρη.
Πιάστο, πιάστο, πιάστο έχε το νου σου!
Στόνειρο κυνηγάς αγρίμι κι αλυχταίνεις
σα σκύλλος