συ, θεός, τον μητροκτόνο επήες να σώσης
– ποιος θενά πη πως είναι δίκια τάχ' αυτά;
Μα έφτασ' εμένα ονειδισμός μες στα όνειρά μου
και μου έζαψε σα διφρηλάτης μια
με μεσοβάσταχτο κεντρί
στα σωτικά, στο ψυχικό·
– κ' έχω να πω της μάστιγας
του δήμιου του ανήμερου
βαρύ το σύγκρυο το βαρύ που μ' έκοψε.
Τέτοια κακά οι νεώτεροι θεοί μας κάνουν
που εξουσιάζουν το θρονί της Δίκης
αιματοκομποστάλαχτο
από τα πόδια ως την κορφή·
– έχεις της γης τον ομφαλό
να δης, που πήρε επάνω του
κι αταίριαστο κρατάει αιμάτων μόλυσμα.
Και τους βωμούς του μαντικού του αδύτου
μόνος του πήε και μόλυνε
αυτόθελος κι αυτόκλητος
κ' ενάντια στους θεούς, για χάρι ενός θνητού
αφάνισε τις Μοίρες τις αρχαίες
Μόνου η κακία που τόμεινε, μα κείνος
και κάτω αν φύγη από τη γη
ποτέ δε θαύρη γλυτωμό
κι άλλον εκδικητή για το αίμα που χρωστεί
πάνω στην κεφαλή του θενά πάρη.
Έξω, προστάζω γρήγορα απ' αυτά τα σπίτια
ξεκουμπιστείτε, αδειάστε μας τ' άγια τα μέρη.
μήπως σου έρθει λευκόφτερο κανένα φίδι
απ το χρυσόδετο δοξάρι αμολημένο,
κι ο πόνος μαύρο αφρό σε κάμη να ξεράσης
απ τ' άντερά σου, βγάζοντας τα αίματα πούπιες.
Σ' αυτά τα σπίτια δεν σου πρέπει να ζυγώνης,
μα όπου σφαγές και δίκες κεφαλών κομμένων
ματιών βγαλμένων, και γι' αφανισμό του γένους
των παιδιών στίβουν τον αφρό κι ακρωτηριάζουν,
καταπετρώνουν και σπαραχτικά μουγκρίζουν
οι καρφωμένοι στα παλούκια· τάχ' ακούτε
γιατί σας αποστρέφονται οι θεοί, που τέτοια
στρέγετε πανηγύρια; κι όλος της μορφής σας
το δείχνει ο τρόπος, μέσα σε σπηλιά να ζήτε
πρέπει αιμοβόρου λεονταριού κι όχι σε τέτοια
λαμπρά μαντεία να τρίβετε το μόλυσμά σας·
σύρτε, δίχως βοσκό να περιβοσκηθήτε,
κανείς θεός δεν τ' αγαπά τέτοιο κοπάδι!
Άναξ Απόλλων, άκουσέ με στη σειρά μου·
εσύ 'σαι, όχι συνένοχος να πης σε τούτα
μα όλως διόλου μόνου εσέ βαραίν' η αιτία.
Πώς δα; Δεν το ξηγάς και με πιότερα λόγια;
Συ τούδωκες χρησμό τη μάννα του να σφάξη.
Να πάρη του πατρός του εκδίκησι· πώς όχι!
Κ' αίμα νωπόν εδέχτηκες να προστατεύσης;
Μάλιστα εδώ τον πρόσταξα να καταφύγη.
Και μας λοιπόν, τη συνοδεία του, αποδιώχνεις;
Γιατί σ' αυτό να μπήτε το ιερό δεν κάνει.
Όμως αυτό το χρέος μου είναι διωρισμένο.
Και ποια είν' αυτή η ωραία τιμή που έτσι καυχιέσαι;
Να διώχνουμε τους μητροκτόνους απ τα σπίτια.
Και τη γυναίκα που τον άντρα της σκοτώση;
Δεν