να τον γδικηθώ τα ίχνη του ψάχω ναύρω.
Κ' εγώ βοηθός του τον ικέτη μου θα σώσω
γιατί είναι φοβερή και σε θεούς κι ανθρώπους
Ω δέσποινα' Αθηνά, με πρόσταξε ο Λοξίας
κ' ήρθα, μα καλοδέξου με άθλιον πλανήτη
που πια δεν είμαι ακάθαρτος και μολυσμένος·
το κακό τώρα εστόμωσε που είμαι μπασμένος
και σ' άλλα σπίτια και σχετίστηκα μ' ανθρώπους
όταν στεριές και θάλασσες όμοια περνούσα
καταπώς πρόσταζ' ο χρησμός που μούπε ο Φοίβος·
κ' ήρθα στο σπίτι σου, ω θεά, και το άγαλμά σου
κρατόντας θα προσμένω εδώ τέλος της δίκης.
1. Και βέβαια· να σημάδι φανερό του ανθρώπου
κι όπως σου δείχνει ο αμίλητος μηνυτής τράβα·
γιατί, καθώς ο σκύλος λαβωμένο ελάφι,
στάλα προς στάλα του αίματος τον ξετρυπώνω·
το στήθος μου λαχάνιασ' απ τους τόσους κόπους
που τόπο γης δεν άφησα να μην περάσω·
κι αφτέρωτη, πάνω από θάλασσες πετόντας
ήρθα χωρίς να μείνω πίσω απ το καράβι·
μα τώρα κάπου εδώ θε νάναι ζαρωμένος
γιατί αίμα ανθρωπινό τη μύτη μου χαϊδεύει.
2. Τα μάτια σου έχε τέσσερα, τήρ' απ' ολούθε
μη σου ξεφύγη απλέρωτος της μάννας του ο φονιάς.
3. Νά τον αυτός! και βρήκε πάλι στήριγμα·
στο άγαλμα της θεάς το άγιο περιπλεχτός
κρίσι ζητάει να βρει για το έγκλημά του.
4. Δε θα του γίνη αυτό· το αίμα της μητρός
δύσκολα πίσω παίρνεται, ωιμέ!
μια που χυθή κ' η μαύρη γης το πιή.
5. Μα πρέπει αντίς γι' αυτό να δώσης, ζωντανός,
κόκκινο γαίμ' απ το κορμί σου να ρουφώ·
και τέτοιο λαχταρώ από σε κακόπιοτο πιοτό!
6. Κι αφού σε λυώσω ζωντανό, θε να σε πάρω
κάτω, να βρης ταντίποινα του μητροσκοτωμού.
7. Και θενά δης κι αν κανείς άλλος άνθρωπος
ή σε θεόν ασέβησε ή σε ξένο
ή στους δικούς του αμάρτησε γονιούς,
νάχη ο καθένας άξιο το μισθό του.
8. Γιατί 'ναι ο μέγας των θνητών ο Άδης κριτής
κάτω στα τάρταρα της γης,
κι όλα τα πάντα στα χαρτιά φυλάει του νου του.
Εμένα οι τόσες συμφορές μου μόχουν μάθη
να ξέρω πότ' είν' ώρα να μιλώ και πότε
να σωπαίνω· μα στην περίστασί μου τούτη
μ' έβαλε δάσκαλος σοφός για να μιλήσω.
Το αίμ' απ τα χέρια μου μαραίνεται και σβύνει
και ξεπλυμένο της μητρός το μίασμα πάει,
γιατί όσο ακόμα είταν νοητό, τόχω ξορκίση
με χοιροσφάχτους καθαρμούς, στο βωμό επάνω
του Φοίβου· μα θα πήγαινε του μάκρου ο λόγος
αν ήθελα να πω απ' αρχής πόσους ανθρώπους
πλησίασα, χωρίς γι' αυτό κακό να πάθουν.
Και τώρ' αγνός μ' εύφημο στόμα επικαλούμαι
την Αθηναία, τη δέσποινα αυτής της χώρας,
νάρθη βοηθός μου· και χωρίς σπαθί θα πάρη
και μένα και τη χώρα μου και το λαό μου
πιστό για πάντα σύμμαχο και τιμημένο.
Μα είτε στα μέρη της λιβυστικής ηπείρου,
κατά του Τρίτωνος το ρέμα, όπου εγεννήθη,
πατά,