Aeschylus

Ευμενίδες


Скачать книгу

αιγίδα σειόντας

      τα γερά μέλη στρώνοντας σε τούτο το άρμα.

      Μα βλέπω επίσκεψι παράξενη στη γη μου

      που όχι φοβούμαι, μα μου ξάφνισε το μάτι.

      ποιοι τάχα νάστε; για όλους σας το λέω στη μέση:

      στο ξένο αυτό, που στο άγαλμα μου έχει προσπέση,

      και σε σας, που δε μοιάζετε πλάσμα κανένα

      κι ούτε σας είδαν θεοί ποτέ ανάμεσά τους

      κι ούτε κι αντροφέρνετε πάλι καθόλου·

      μα να βρίζη κανείς την ασχημιά ενός άλλου

      είν' όξω από το δίκιο αυτό κι από το νόμο.

ΧΟΡΟΣ

      Όλα τα πάντα σύντομα, θεά, θα μάθης·

      εμείς της Νύχτας είμαστε οι φριχτές κόρες·

      στα σπίτια μας, κάτ' απ τη γης, μας λεν Κατάρες.

ΑΘΗΝΑ

      Ξέρω και τη γενιά και το παράνομά σας.

ΧΟΡΟΣ

      Έτσι θα μάθης τώρα και τ' αξίωμά μας.

ΑΘΗΝΑ

      Θε να το μάθω, αν ξάστερα μου το ξηγήσης.

ΧΟΡΟΣ

      Έξω απ τα σπίτια τους φονιάδες κυνηγούμε.

ΑΘΗΝΑ

      Και πού στο τέλος σταματά το φευγατιό τους;

ΧΟΡΟΣ

      Εκεί που τι 'ναι ολότελα η χαρά δε ξέρουν.

ΑΘΗΝΑ

      Τέτοια λοιπόν φευγιά κι αυτού του στριγγοκράζεις;

ΧΟΡΟΣ

      Γιατί τη μάννα του έκρινε να πάη να σφάξη.

ΑΘΗΝΑ

      Χωρίς άλλης ανάγκης φόβος να τον βιάζη;

ΧΟΡΟΣ

      Σε τέτοιο κρίμα τι μπορεί ένα γυιό να σπρώξη;

ΑΘΗΝΑ

      Απ τα δυο μέρη που είστ' εμπρός, τόνα γρικιέται.

ΧΟΡΟΣ

      Μ' αυτός ούτ' όρκο δέχεται, ούτε μου βάζει.

ΑΘΗΝΑ

      Πώς έχεις δίκιο θες νακούς, μα όχι και νάχης.

ΧΟΡΟΣ

      Πώς λες; δεν το ξηγάς; σοφία δα δε σου λείπει.

ΑΘΗΝΑ

      Να μη ζητάς τάδικο μ' όρκους να νικήσης.

ΧΟΡΟΣ

      Μ' ανάκρινέ μας συ και δίκαζε ίσα πέρα.

ΑΘΗΝΑ

      Τάχα σε μένα λες την κρίσι ναναθέσης;

ΧΟΡΟΣ

      Πώς όχι; σε σεβόμαστε άξια κι απάξια.

ΑΘΗΝΑ

      Τι έχεις σ' αυτά να πης, ω ξένε, στη σειρά σου;

      Πες μας τη χώρα, τη γενιά, τις συμφορές σου

      κ' έπειτ' αυτήν αντίκρουσε την κατηγόρια

      αν στο δίκιο μπιστεύεσαι και τάγαλμά μου

      κάθεσαι τούτο και κρατείς πλάι στο βωμό μου

      ικέτης ταπεινός, στου Ιξίονα το σχήμα·

      μια καθαρήν απόκρισι σ' όλ' αυτά δος μας.

ΟΡΕΣΤΗΣ

      Ω δέσποιν' Αθηνά, πρώτ' από τα στερνά σου

      τα λόγια, θέλω βγάλη μια μεγάλην έγνοια·

      δεν είμ' ακάθαρτος· και μόλυσμα στο χέρι

      δεν είχα, σα σου πρόσπεσα στάγαλμα ικέτης·

      και θα σου φέρω απόδειξι γι' αυτό μεγάλη·

      νόμος προστάζει, αμίλητος ο φονιάς νάναι

      ως που σφαχτού γαλαθηνού χυθεί το αίμα

      πάνω στα χέρια του και τόνε καθαρίση·

      είναι καιρός που αγιάστηκα μέσ' σ' άλλα σπίτια

      έτσι με τρεξιμιά νερά και με σφαχτάρια.

      Λοιπόν λέω να βγήκ' η έγνοια αυτή απ τη μέση·

      τώρα και τη γενιά, πούθε κρατώ, θα μάθης:

      Αργείτης είμαι, τον πατέρα μου καλά γνωρίζεις

      τον Αγαμέμνονα, τον αρχηγό του στόλου,

      που εσύ με κείνον