Aeschylus

Ευμενίδες


Скачать книгу

τη ζωή του ακέρια.

      Μ' αν κανείς, σαν κι αυτόν, κριματίση

      και τα χέρια αιματόβρεχτα κρύβη,

      τότε εμείς, των νεκρών η βοήθεια,

      μαρτυρώντας την πάσαν αλήθεια,

      στον κακούργον εμπρός θα φανούμε

      κι ως το τέλος το χρέος του φόνου ζητούμε.

      Μάννα, ω μάννα Νύχτα, που μ' εγέννας

      ζωντανών και πεθαμένων εκδικήτρα,

      της Λητώς ζητάει ο γυιός – κι απάκουσέ μου,

      να με βγάλη απ τις τιμές μου

      κι απ τα χέρια μου να πάρη

      το ψοφίμι αυτό, που πρέπει

      της μητέρας του το φόνο να εξαγνίση.

      Για τον κατάδικο μου αυτόν

      τούτο μας το τραγούδι, ταραγμός

      κι αντράλα του ξωφρενική,

      των Ερινύων ο σκοπός,

      χωρίς κιθάρα, αμπόδεμα

      του νου και μαρασμός.

      Γιατ' αυτός ο κλήρος μόχει λάχη

      νάχω πάντ', απ την αλύγιστη τη Μοίρα,

      όποιους τύχη ανθρώπους και βαραίνουν

      κακουργήματα και φόνοι

      να τους παίρνω καταπόδι· ώστε νάμπουν

      μες στη γης· μα κι αν πεθάνουν

      κ' έτσι πάλι όλως διόλου δε γλυτώνουν.

      Για το σφαχτό που πάει έχει κοπή

      τούτο μας το τραγούδι, ταραγμός

      κι αντράλα του ξωφρενική,

      των Ερινύων ο σκοπός

      χωρίς κιθάρα, αμπόδεμα

      του λογικού και μαρασμός.

      Όταν γεννιόμαστ' αυτός μας εδόθηκ' ο κλήρος

      χώρια απ τους άλλους θεούς τιμές νάχομε, κι ούτε

      άδειπνος μου είναι κανείς των

      και γιορτινούς άσπρους πέπλους γεννήθηκα να μη γνωρίζω.

      Γιατί πήρα δουλειά μου να φέρνω

      άνω κάτω τα σπίτια, που χύση

      εχθρός σπιτικός αίμα φίλου,

      και καταπάνου του ορμώντας

      κι αν δυνατός λάχη νάναι

      στο νέο τον πνίγομεν αίμα.

      Σπεύδομ' εμείς ν' απαλλάξομε κάποιο από τούτες τις έγνοιες

      κι από το βάρος αυτό τους θεούς ν' αλαφρώσω

      για να μην έχουν αυτοί ανακρίσεις.

      Της παρουσίας του άξιους ο Δίας δεν κρίνει κακούργους

      που στάζουν τα χέρια τους αίμα,

      [ – άνω κάτω τα σπίτια, που χύση

      εχθρός σπιτικός φίλου αίμα,

      και καταπάνω του ορμώντας

      κι αν δυνατός λάχη νάναι

      στο νέο τον πνίγομεν αίμα.]

      Και των ανθρώπων οι δόξες κι αν φτάνουν μεγάλες ως τάστρα

      καταγής ρεύουν κι ατίμητες σβύνουν,

      όταν στα μαύρα ντυμένες ορμούμε

      και σ' άγριο βαλθούνε τα πόδια μας χορό.

      Γιατί με φόρα πηδόντας

      από ψηλά κατεβάζω

      βαρύ το πόδι, όπου πέση

      και πάρ' τον κατ' όπου τρέχει,

        – τρομάρα του! – να μου γλυτώση.

      Πέφτει χωρίς να το νοιώθη, στου νου του τη μαύρην αντράλα.

      Τέτοια μαυρίλα, το κρίμα, τριγύρω του απλώνει,

      όπως στα σπίτια του πίσσα σκοτάδι,

      η πολυστέναχτη ρίχτει φωνή του λαού.

      Γιατί πηδόντας με φόρα

      από ψηλά κατεβάζω

      βαρύ το πόδι, όπου πέση

      και πάρ' τον κάτ' όπου τρέχει.

        – τρομάρα του! – για να μας φύγη.

      Έτσι είναι νάναι· πολυσόφιστες,

      τελειωτικές,